- ὑπεραινετόν
- ὑπεραινετόςto be praised exceedinglymasc/fem acc sgὑπεραινετόςto be praised exceedinglyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραινετός — ή, όν, ΜΑ αυτός που τού αξίζει να τόν επαινούν, να τόν δοξάζουν με επαίνους πάνω από καθετί άλλο («εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου, τὸ ἅγιον, τὸ ὑπεραινετόν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἰνετός «αξιέπαινος»] … Dictionary of Greek